υπερευαισθησία

υπερευαισθησία
η, Ν
1. υπερβολική ευαισθησία
2. υπερβολική ευθιξία
3. ιατρ. ανοσιακή αντίδραση στη δεύτερη επαφή με ένα αντιγόνο, η οποία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη απόκριση τών μηχανισμών τής χυμικής ή τής κυτταρικής ανοσίας
4. (φυτοπαθολ.) αυξημένη ευαισθησία και έντονη αντίδραση ενός φυτού στην προσβολή από έναν συγκεκριμένο παθογόνο οργανισμό ή ιό, η οποία προκαλεί την άμεση νέκρωση τού ιστού στο σημείο προσβολής ώστε να παρεμποδιστεί με τον τρόπο αυτό η περαιτέρω επέκταση τής μόλυνσης, αλλ. υπερευπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ευαισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Πωπ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερευαισθησία — η η υπερβολική ευαισθησία, πολύ μεγάλη ευθιξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

  • δερμογραφία — η και δερμογραφισμός, ο δερματική αντίδραση σε μηχανικό ερέθισμα (πίεση, χάραξη κ.λπ.) που οφείλεται σε υπερευαισθησία τού φυτικού νευρικού συστήματος (το σχήμα το οποίο χαράσσεται εμφανίζει ανάλογο ανάγλυφο μέσα σε λίγα λεπτά) …   Dictionary of Greek

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… …   Dictionary of Greek

  • κρυαισθησία — η 1. υπερευαισθησία στο ψύχος 2. η έντονη υποκειμενική αίσθηση τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + αισθησία (< * αίσθητος < αισθάνομαι), πρβλ. θερμ αισθησία, καλ αισθησία] …   Dictionary of Greek

  • στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”